- περίστρεπτος
- -η, -ο, Ν [περιστρέφω]1. περιστρεφόμενος2. φρ. «περίστρεπτο κάτοπτρο»φυσ. είδος κύβου που έχει τις παράπλευρες έδρες του από επίπεδα κάτοπτρα και ο οποίος μπορεί να περιστραφεί γύρω από άξονα που διέρχεται μέσα από τη βάση και χρησιμοποιείται στα εργαστήρια τής φυσικής για την παρακολούθηση διαφόρων φαινομένων.
Dictionary of Greek. 2013.